- προσλαλώ
- -έω, Α [λαλῶ]μιλώ απευθυνόμενος σε κάποιον ή μιλώ με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσλαλῶ — προσλαλέω talk to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσλαλέω talk to pres ind act 1st sg (attic epic doric) προσλαλέω talk to pres subj act 1st sg (attic epic doric) προσλαλέω talk to pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
προσλάλημα — ήματος, τὸ, Α [προσλαλῶ] η προσλαλιά … Dictionary of Greek
προσλαλιά — η, ΝΜΑ [προσλαλῶ] σύντομη προσαγόρευση, προσφώνηση, σύντομος χαιρετισμός … Dictionary of Greek
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия